- οραματιστής
- ο мечтатель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὁραματιστής — visionary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οραματιστής — ο, θηλ. οραματίστρια (Α ὁραματιστής) [οραματίζομαι] αυτός που βλέπει οράματα, οπτασίες νεοελλ. αυτός που έχει οράματα, ευγενή σχέδια, συλλήψεις και πόθους για ένα καλύτερο μέλλον και αγωνίζεται με ζήλο για αυτά … Dictionary of Greek
οραματιστής — ο αυτός που οραματίζεται, που οπτασιάζεται, που κάνει όνειρα μεγάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁραματισταί — ὁραματιστής visionary masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁραματιστήν — ὁραματιστής visionary masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Клеантис, Стаматис — Стаматис Клеантис (греч. Σταμάτης Κλεάνθης … Википедия
ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… … Dictionary of Greek
Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Δερτούζος, Μιχάλης — (Αθήνα 1936 – Μασαχουσέτη 2001). Ηλεκτρολόγος μηχανικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Αποφοίτησε από το Κολέγιο Αθηνών και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου φοίτησε στο πανεπιστήμιο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης. Απέκτησε τον διδακτορικό του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek